-
1 τυλόω
A make knobby:—[voice] Pass., ῥόπαλα τετυλωμένα σιδήρῳ clubs knobbed with iron, Hdt.7.63; of the outside of theκίτριον, σκληρὸν καὶ τετ. Gal.6.618
.II make callous,τυλοῖ τὸ στόμα [ὁ χαλινός] X.Eq.6.9
:—[voice] Pass., to be made hard or callous,τετυλωμένης τῆς μήτρας Orib.22.7.1
, cf. Sor.1.10, al.;μακέλᾳ τετυλωμένος ἔνδοθι χεῖρας Theoc.16.32
;τετυλωμένα βλέφαρα Dsc.5.99
.2 metaph.,τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἀκοὴν πρὸς τὰ ἐξαρτήματα Iamb.VP26.118
, cf. Arr. Epict.2.18.9.—Cf. τυλωτός, and v. μυλόομαι.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский